ένεκα

ένεκα
και ένεκεν (AM ἕνεκα και ἕνεκεν
Α και ποιητ. τύπος εἵνεκα και ιων. τύπος εἵνεκεν και εἵνεκε και αιολ. τύπος ἕννεκα και επιγρ. ἕνεκε και ἕνεκον)
(πρόθεση)
1. δηλώνει τον λόγο για τον οποίο έγινε κάτι
(«ένεκα που έβρεχε δεν ξεκινήσαμε», «ένεκα αδιαφορίας», «ένεκα η ακρίβεια», «διώξουσιν ὑμᾱς ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ», ΠΔ)
2. δηλώνει το ποιητικό, χαριστικό ή τελικό αίτιο, για χάρη ποιου
3. «τὸ οὗ ἕνεκα» — τελικό αίτιο
αρχ.
1. (με γεν.) όσον αφορά («εἵνεκά γε φιλονικίας», Πλάτ.)
2. (για πρόσ.) όσον εξαρτάται από («ἐμοῡ γ' ἕνεκα», Αριστοφ.)
3. κατά συνέπεια («εἵνεκα τέχνας»)
4. (πλεοναστικά) «τίνος χάριν ἕνεκα» (Πλάτ.)
5. (ως αιτιολ. σύνδ. αντί τού οὕνεκα) διότι, γιατί
6. (ως ειδ. σύνδ. αντί τού ὁθούνεκα) ότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ένεκα (ομ. και ιων.-αττ.) εμφανίζεται με ποικίλες μορφές στις διάφορες διαλέκτους: είνεκα (ομ. και ιων.), ένεκα λεσβ. ή έννεκα (ψευδοαιολική γραφή τού ομ. είνεκα), eneka (στις μυκηναϊκές επιγραφές). Ο τ. παρουσιάζει επίσης ποικιλία καταλήξεων: ένεκεν (Ομ., κλασικοί συγγραφείς, μτγν. κείμενα), είνεκεν (Ηρόδ., ιων.), ένεκε (ιων. από 4ο αιώνα), ένεκαν (με συμφυρμό τών ένεκα και ένεκεν). Έχει υποτεθεί ότι ο αρχικός τ. ήταν *εν-Fεκα. Την ύπαρξη τού F πιστοποιεί τόσο ο ομ. τ. είνεκα όσο και η γλώσσα τού Ησυχίου «ούφεκα
ουκ αρεστώς», όπου φ=F. Η περαιτέρω όμως ανάλυση τής λέξεως παρουσιάζει δυσκολίες. Υποστηρίχθηκε ότι α' συνθετικό είναι το ἕν «ένα (πράγμα)» και β' συνθετικό το *(F)εκα(τ), υποτιθέμενος τ. ουδετέρου τού (F)εκών, οπότε η αρχ. σημ. τής λ. θα ήταν «αυτός που επιθυμεί ένα μόνο πράγμα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἕνεκα — on account of indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένεκα — απαρχαιωμένη πρόθ. 1. συντάσσεται με γεν., εξαιτίας, για: Ένεκα της βροχής δε φύγαμε. 2. σε λαϊκές φράσεις συντάσσεται λαθεμένα και με ονομαστ.: Ένεκα η βροχή βραχήκαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χἄνεκα — ἕνεκα , ἕνεκα on account of indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕνεκ' — ἕνεκα , ἕνεκα on account of indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕνεχ' — ἕνεκα , ἕνεκα on account of indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵνεκα — ἕνεκα on account of epic ionic (poetic indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵνεκεν — ἕνεκα on account of epic ionic (poetic indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕνεκεν — ἕνεκα on account of indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούνεκα — οὕνεκα και, πριν από φωνήεν, οὕνεκεν (Α) (αναφ. σύνδ. αντί oὗ ἕνεκα) 1. γι αυτό, ένεκα τούτου («οὕνεκεν... τὸ πεποναμένον εὖ μή... κρυπτέτω», Πίνδ.) 2. (ως ανταπόδοση στο τοῡδ ἕνεκα, τοὔνεκα και στο τῷ) επειδή, διότι (α. «τοῡδ ἕνεκά σφιν... ἄλγεα …   Dictionary of Greek

  • Telos (Philosophie) — Als Zweck (griechisch τέλος [telos], auch ού ένεκα [hou heneka], lateinisch finis, englisch purpose) wird der Beweggrund (movens) einer zielgerichteten Tätigkeit oder eines Verhaltens verstanden. Das Ziel (Telos) als Anlass für eine Handlung wird …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”